- βαλλισμός
- ο1) баллада; 2) мед. хорея
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βαλλισμός — jumping about masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαλλισμός — ο (Α βαλλισμός) [βαλλίζω] νεοελλ. σύνδρομο κατά το οποίο ο ασθενής κάνει ακούσιες σπασμωδικές κινήσεις αρχ. το χοροπήδημα … Dictionary of Greek
βαλλισμοῦ — βαλλισμός jumping about masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαλλισμόν — βαλλισμός jumping about masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημιβαλλισμός — ο ιατρ. βαλλισμός* που προσβάλλει το ένα πλάγιο τού σώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. hemiballisme < hemi (πρβλ. ημι ) + balli sme (πρβλ. βαλλισμός)] … Dictionary of Greek
βαλλίζω — (Α) χοροπηδώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο όρος βαλλίζω πλάστηκε στη Σικελία και τη Μεγάλη Ελλάδα έχει δε υποστηριχθεί ότι αποτελεί παρεκτεταμένη μορφή του βάλλω. Ο συσχετισμός του βαλλίζω με το αρχ. ινδ. balbalīti «στριφογυρίζει» είναι αβάσιμος. Στον Επίχαρμο και … Dictionary of Greek